Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009


Ναι μεν Τρώμε αλλά Τρεφόμαστε;

Εδώ και λίγες δεκαετίες, η ανθρωπότητα γίνεται μάρτυρας της αυξανόμενης περιβαλλοντικής καταστροφής και των επιπτώσεών της στο οικοσύστημα και την ανθρώπινη υγεία. Αυτό ήταν αφορμή για μια σημαντική μερίδα ευαισθητοποιημένων καταναλωτών να αρχίζει να εφαρμόζει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Οι καταναλωτές αυτοί άρχισαν να στρέφονται σε κατηγορία προϊόντων, η παραγωγή των οποίων δεν επιβαρύνει το περιβάλλον ούτε και την υγεία τους. Τέτοια προϊόντα, στα οποία επικεντρώθηκε η προτίμησή τους ονομάζονται «βιολογικά». Πρόκειται δηλαδή για προϊόντα, η παραγωγή των οποίων γίνεται με την καθαρά βιολογική διαδικασία όπως δηλαδή στη φύση, χωρίς χημικά φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα, παρασιτοκτόνο, μυκητοκτόνα, χημικά λιπάσματα και ορμόνες και εν συνεχεία τυγχάνουν επεξεργασίας χωρίς ιονίζουσα ακτινοβολία, συντηρητικά και πρόσθετα. Σε ζώα βιολογικής κτηνοτροφίας δεν χορηγούνται αντιβιοτικά σε συστηματική βάση ενώ αποφεύγεται πλήρως η χρήση αυξητικών ορμονών. Περαιτέρω, στις πλείστες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πιστοποίηση των βιολογικών τροφίμων προϋποθέτει πως δεν μπορεί να γίνει χρήση γενετικά τροποποιημένων σπόρων και ζωοτροφών.Μελέτες που διενεργήθηκαν το 2000 και το 2001 σε Γερμανία και Δανία έχουν καταδείξει μεταξύ άλλων ότι η βιολογική παραγωγή τροφίμων έχει ηπιότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αυτό αποδίδεται στη μη χρήση χημικών παρασιτοκτόνων που δεν επιβαρύνουν στη συνέχεια το έδαφος ή τα υπόγεια ύδατα, και κατά συνέπεια το οικοσύστημα. Για το λόγο αυτό, οι βιολογικές καλλιέργειες δεν επιδρούν αρνητικά στη βιοποικιλότητα, αλλά αντίθετα την ευνοούν, μια και είναι σε θέση να συντηρούν μεγάλους πληθυσμούς φυτών, εντόμων αλλά και ζώων. Συγκρίσεις κατέδειξαν πως για τη βιολογική καλλιέργεια χρειάζεται λιγότερη ενέργεια απ’ ό,τι για τη συμβατική και λόγω της μη χρήσης χημικών λιπασμάτων ή παρασιτοκτόνων, παράγει λιγότερα απόβλητα.Επιπρόσθετα, λόγω της αποφυγής χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων, αντιβιοτικών, πρόσθετων, ορμονών και άλλων ουσιών, η συγκέντρωση στα βιολογικά τρόφιμα τέτοιων υπολειμμάτων είναι πολύ χαμηλότερη απ’ ό,τι στα συμβατικά τρόφιμα. Για τις ουσίες αυτές υπάρχουν αποδείξεις για το ότι ευθύνονται για καρκίνους, αυξημένη κακή χοληστερόλη, αλλεργίες και πολλές άλλες παθήσεις της καρδιάς, του πεπτικού και νευρικού συστήματος κ.ά. και ως εκ τούτου ισχύουν για κάθε μια ανώτατα ξεχωριστά όρια συγκέντρωσης. Εντούτοις, δεν έχει εξακριβωθεί επιστημονικά μέχρι στιγμής πως επιδρά η μια ουσία σε συνδυασμό με μια άλλη. Συνεπώς, δεδομένου ότι ο αριθμός των ουσιών αυτών ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες, οι ακριβείς επιδράσεις αυτού του μείγματος ουσιών στον ανθρώπινο οργανισμό και την ανθρώπινη υγεία παραμένει άγνωστη.Πέραν των ηπιότερων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της χαμηλότερης περιεκτικότητάς τους σε βλαβερές ουσίες, η αυξανόμενη προτίμηση στα βιολογικά προϊόντα φαίνεται να σχετίζεται με τη θρεπτική τους ανωτερότητα. Κι αυτό γιατί, τα βιολογικά τρόφιμα περιέχουν πολύ περισσότερες θρεπτικές ουσίες απ’ ό,τι σε τρόφιμα συμβατικής παραγωγής. Ενδεικτικά, μελέτη που έγινε το 1984 στις ΗΠΑ κατέδειξε ότι τα βιολογικά λαχανικά περιέχουν περισσότερα ιχνοστοιχεία όπως φώσφορο, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο και σίδηρο. Πιο συγκεκριμένα, το βιολογικό μαρούλι περιέχει σχεδόν διπλάσια ποσότητα φωσφόρου, υπερτετραπλάσια ποσότητα ασβεστίου, υπερτριπλάσια ποσότητα μαγνησίου και καλίου και σχεδόν εξήντα φορές περισσότερο σίδηρο.* Το 2005, μελέτη που διεξήγαγαν επιστήμονες του ινστιτούτου γεωργικών μελετών στη Δανία κατέδειξε την ανωτερότητα του βιολογικού αγελαδινού γάλακτος έναντι του γάλακτος συμβατικής παραγωγής. Ενδεικτικά, η έρευνα κατέδειξε ότι:* Το βιολογικό γάλα περιέχει 50% περισσότερη βιταμίνη Ε απ’ ό,τι το γάλα που παράγεται με συμβατικό τρόπο.* Το βιολογικό γάλα περιέχει 75% περισσότερη βήτα καρωτίνη που το σώμα μετατρέπει σε βιταμίνη Α* Το βιολογικό γάλα περιέχει μέχρι τρεις φορές περισσότερα αντιοξειδωτικά λουτίνη και ζεαξανθίνη που προστατεύουν τον οργανισμό από βλαβερές ουσίες στο αίμα που προκαλούν τη σκλήρυνση των αρτηριών* Τα επίπεδα λιπαρών οξέων ωμέγα 3 στο βιολογικό γάλα που θεωρούνται πως προσφέρουν προστασία από τη στεφανιαία καρδιακή νόσο είναι ψηλότερα απ’ ό,τι στο συμβατικό γάλα.Επίσης, ένα τετραετές πρόγραμμα ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ που διεξήγαγαν ευρωπαίοι επιστήμονες και παρουσιάστηκε το 2007, κατέδειξε προκαταρκτικά ότι οι τροφές βιολογικής παραγωγής, όπως φρούτα, λαχανικά και γάλα περιέχουν ψηλότερες συγκεντρώσεις σε αντιοξειδωτικά στα οποία αποδίδονται αντικαρκινικές και ευεργετικές για την καρδιά ιδιότητες. Τα φρούτα και τα λαχανικά βιολογικής καλλιέργειας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, περιέχουν μέχρι και 40% περισσότερα αντιοξειδωτικά απ’ ό,τι τα μη βιολογικά. Οι διαφορές ήταν ακόμη μεγαλύτερες στο γάλα, όπου καταδείχθηκε ότι το βιολογικό γάλα περιέχει μέχρι και 60% περισσότερα αντιοξειδωτικά και αναγκαία λιπαρά οξέα.Όμως, τα βιολογικά τρόφιμα πλεονεκτούν έναντι των μη βιολογικών και σε ένα πρόσθετο τομέα: Έρευνες κατέδειξαν ότι οι καταναλωτές αναγνωρίζουν πως η γεύση των βιολογικών τροφίμων είναι ανώτερη απ’ ό,τι αυτή των μη βιολογικών. Ενδεικτικά, μια μελέτη του πανεπιστημίου της πολιτείας Ουάσιγκτον, στην οποία συμμετείχαν δοκιμαστές, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι τα βιολογικά μήλα που δοκίμασαν ήταν γλυκύτερα από τα μήλα συμβατικής παραγωγής. Αυτό βεβαίως, μπορεί ο κάθε καταναλωτής να το κρίνει, δοκιμάζοντας για παράδειγμα μια βιολογική και μια συμβατική ντομάτα. Μια τέτοια δοκιμή φέρνει στη μνήμη εκείνη τη γεύση που είχε η ντομάτα μέχρι πριν 15-20 χρόνια.Ως αποτέλεσμα της στροφής των καταναλωτών στα βιολογικά προϊόντα, αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των εξειδικευμένων καταστημάτων που διαθέτουν αποκλειστικά βιολογικά προϊόντα στο εξωτερικό όπως και στην Κύπρο. Ταυτόχρονα, καταγράφεται και μια αύξηση των αγροτικών εκτάσεων στις οποίες εφαρμόζονται βιολογικές μέθοδοι παραγωγής. Ενδεικτικά, ενώ το 2000 το ποσοστό των συνολικών αγροτικών εκτάσεων στις οποίες εφαρμοζόταν βιολογική καλλιέργεια στην ΕΕ15 ανερχόταν σε 3%, το αντίστοιχο ποσοστό το 2005 ήταν 4,3%. Ωστόσο το ποσοστό αυτό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ποικίλει από χώρα σε χώρα: Στην Μάλτα π.χ. εφαρμόζονταν βιολογικές μέθοδοι παραγωγής σε μόνο 0,1% των συνολικών αγροτικών εκτάσεων το 2005 και στην Πολωνία στο σε 0,6%. Στον αντίποδα βρίσκονται η Αυστρία με 11% και η Ιταλία με 8,4%. Στην Κύπρο, το ποσοστό των αγροτικών εκτάσεων στις οποίες εφαρμόζονται βιολογικές μέθοδοι παραγωγής ανερχόταν σε μόλις 1,1% το 2005 (βλέπε χάρτη*), αλλά με βάση ανεπίσημες εκτιμήσεις, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε εν τω μεταξύ σε περίπου 2,5%.


Για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν βιολογικό, ελέγχεται η παραγωγή του με βάση τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό ΕΚ 2092/91 σε κάθε στάδιο, από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή και εν συνεχεία τυχόν επεξεργασία από ανεξάρτητους οργανισμούς που εκδίδουν τα απαιτούμενα πιστοποιητικά, που καλύπτουν ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής και εμπορίας, από τον βιοκαλλιεργητή αγρότη, τους έμπορους, τους μεταποιητές και τα σημεία πώλησης. Ο έλεγχος γίνεται στην ποιότητα του εδάφους, στις μεθόδους ανάπτυξης και διατήρησης τους με χημικές αναλύσεις των καρπών, καθώς επίσης και στη διαδικασία συσκευασίας και αποθήκευσής τους. Τα τελικά προϊόντα φέρουν πάντα σφραγίδα πιστοποίησης από ανεξάρτητο οργανισμό ελέγχου και καταχωρείται σε μητρώο που τηρεί το Υπουργείο Γεωργίας.Καταληκτικά, θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε ότι με την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, μπορεί ο κάθε ένας από μας να βάλει τη δική του σφραγίδα στην προστασία του περιβάλλοντος και να εξασφαλίσει μια πιο υγιεινή διατροφή, χωρίς χημικά και γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα.
*) Οι χώρες με ψηλό ποσοστό βιοκαλλιεργειών απεικονίζονται με τουρκουάζ χρώμα, ακολουθούν οι χώρες με πράσινο χρώμα, ύστερα με κίτρινο και τέλος με κρεμ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου